Tuesday, January 10, 2012

Η γνωσιολογική σημασία της επαγωγής στη νεώτερη φυσική φιλοσοφία



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Όπως έχουμε δει μέχρι τώρα, τα επιτεύγματα της πειραματικής μεθόδου που είχαν συντελεστεί περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, ανέδειξαν την επιστήμη σε κύρια δύναμη για την αναμόρφωση και την πρόοδο της κοινωνίας. Η σχολή της Πάδοβα είχε ήδη ανοίξει το δρόμο, ορίζοντας  την επιστημονική μέθοδο ως διανοητικό εργαλείο που παράγει γνώση του αγνώστου δια του γνωστού, αναγνωρίζοντας τη δύναμη της συνεπαγωγής να συμπεραίνει αυτό από εκείνο.
   Από το 17ο αιώνα και μετά η επιστήμη σταδιακά υποκατέστησε τη θρησκεία δίνοντας χώρο σε δύο νέα φιλοσοφικά ρεύματα, στον ορθολογισμό (ή νοησιαρχία), στην επιστημονική θεωρία εκείνη που αποδέχεται τη λογική δύναμη του νου για τη θεμελίωση των επιστημών μέσω της παραγωγικής μεθόδου (deduction) και που χάριν  της πρώτης ολοκληρωμένης κοσμολογίας του Καρτέσιου κατόρθωσε να επιβληθεί ως φιλοσοφικό σύστημα, αλλά και στον  εμπειρισμό που αντίθετα προβάλει την εξάρτηση του νου από τα δεδομένα της αισθητηριακής παρατήρησης δια της επαγωγικής μεθόδου (induction).
Κορυφαίος εκπρόσωπος των εμπειριστών, αλλά και θεμελιωτής της επαγωγικής μεθόδου υπήρξε ο Μπέικον (Francis Bakon 1561-1626), την οποία και όρισε στην επιστημολογία του, ως τη μόνη ασφαλή μέθοδο για την κατανόηση των φυσικών πραγμάτων και για τον έλεγχο στην ίδια τη φύση (knowledge is power).
   Στην εργασία που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ακόμη περισσότερο την επαγωγική μέθοδο, βλέποντας πως διατυπώθηκε το αίτημα της επαγωγής από τον Νεύτωνα καθώς και ποια μορφή αποκτά στη γνωσιοθεωρία του Locke, αλλά και την κριτική που δέχεται από τον Hume. Πριν όμως προχωρήσουμε σε αυτό ας δούμε πρώτα τι ακριβώς είναι η επαγωγική μέθοδος.



1. Η ΕΠΑΓΩΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

   Η επαγωγική μέθοδος (ή επαγωγικό σύστημα) είναι η πορεία από το μερικό στο γενικό, από το είδος στο γένος. Ξεκινά με την παρατήρηση κάποιων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του συγκεκριμένου προς μελέτη αντικειμένου  και κατόπιν αποδίδει τις ιδιότητες που προκύπτουν από αυτή τη μελέτη ορισμένου αριθμού περιπτώσεων σε ολόκληρο το σύνολο που ανήκει η εκάστοτε περίπτωση.
 Για να κατανοήσουμε καλύτερα την επαγωγική μέθοδο θα χρησιμοποιήσουμε το κλασσικό παράδειγμα με τον κύκνο. Παρατηρώντας κάποιος τους κύκνους, που στη πλειοψηφία τους είναι άσπροι, εύκολα μπορεί να φτάσει στο συμπέρασμα ότι όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι. Το ίδιο όμως εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι δεν υπάρχει καμία ασυνέπεια αν οι προκείμενες (στο συγκεκριμένο παράδειγμα οι άσπροι κύκνοι) είναι αληθείς και το συμπέρασμα ψευδές. Η απόδειξη είναι η ύπαρξη τελικά και μαύρου κύκνου.[1]
Ένας μαύρος κύκνος κάπου στη Σιγκαπούρη.


   Τα επαγωγικά επιχειρήματα συνεπώς δεν είναι έγκυρα παραγωγικά επιχειρήματα, καθώς η αλήθεια των προκειμένων δεν εγγυάται την αλήθεια του συμπεράσματος. Ωστόσο οι προκείμενες, οι οποίες βασίζονται στην αισθητηριακή εμπειρία, παρέχουν κάποια στήριξη στο συμπέρασμα το οποίο συμπέρασμα όμως υπερβαίνει οτιδήποτε μπορούμε να βεβαιώσουμε με την αισθητηριακή εμπειρία. Κανείς δεν μπορεί να παρατηρήσει όλους τους κύκνους ή όλα τα μέταλλα ή όλα τα ουράνια σώματα με τις ιδιότητες που τα χαρακτηρίζουν και τα φαινόμενα που τα συνοδεύουν.
   Εκεί ακριβώς έγκειται και το πρόβλημα της επαγωγής ,στο γεγονός δηλαδή πως είναι απολύτως συνεπές λογικά να υποθέτουμε ότι οι προκείμενες ενός επαγωγικού συμπερασμού είναι αληθείς και το συμπέρασμα να είναι ψευδές. Το συμπέρασμα δεν προκύπτει λογικά από τις προκείμενες. Σύμφωνα με τον Hume, η γνώση μας είναι πάντοτε μια επαγωγική γενίκευση (inductive generalization) βασισμένη στην εμπειρία του παρελθόντος, την οποία χρησιμοποιούμε όμως για συμπεράνουμε κάτι για το μέλλον, κάτι που ασφαλώς δεν έχει ούτε εμπειρική, ούτε λογική βάση μιας και η συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος είναι παντελώς αθεμελίωτη. Ωστόσο η αποτελεσματικότητα των εμπειρικών μας γνώσεων ως οδηγό για τη μελλοντική μας συμπεριφορά, εξαρτάται από αυτή.[2]
  Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως το ίδιο επιχείρημα που εμφανίζεται να δικαιολογεί την επαγωγή, είναι κυκλικό γιατί χρησιμοποιεί επαγωγικό επιχείρημα δηλαδή ακριβώς το είδος του επιχειρήματος του οποίου η εγκυρότητα υποτίθεται ότι χρίζει επιβεβαίωσης. Aπό την άλλη, ένα παραγωγικό επιχείρημα που ξεκινά με την αντίστροφη πορεία από το γενικό στο επιμέρους, είναι έγκυρο μεν εξαιτίας της μορφής του, αλλά όχι εξαιτίας του περιεχομένου του και ενώ παρέχει λογική βεβαιότητα δεν παρέχει εξίσου την αλήθεια. Στο ζήτημα τοποθετήθηκε ο μέγιστος ίσως επιστημονικός νους όλων των εποχών, Ισαάκ Νεύτων αλλά και οι επιστήμονες μετά από αυτόν με πιο χαρακτηριστικές τις απόψεις του Locke και του  Ηume.

2. Η ΕΠΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΥΤΩΝΕΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ

Sir Isaac Newton 1643-1727
  Ο Νεύτων(Sir Isaac Newton,1642-1727) ήταν εταίρος της βασιλικής εταιρείας που είχε ιδρυθεί με σκοπό να πραγματώσει το επαγωγικό ιδεώδες του Bacon, που ήταν βασισμένο στη πειραματική προσέγγιση για την εξήγηση των φαινομένων. Στο έργο του, συναντάμε μια πρακτική θεώρηση της επιστήμης που αργότερα θα ονομαστεί «θετικιστική», στην οποία αποκρυσταλλώνεται η ιδέα, ότι έργο της επιστήμης είναι η πιο αποτελεσματική εξήγηση των εμπειρικών φαινομένων με κριτήριο τη δυνατότητα για προβλέψεις, κάτι το οποίο θα αποτελέσει την αφετηρία της κυριαρχίας του ντετερμινισμού στην επιστημονική σκέψη.[3]
   Σε αντίθεση λοιπόν με τον Καρτέσιο, ο Νεύτων υποστηρίζει μια σωματιδιακή θεωρία για την ύλη, βασισμένη στην επαγωγική παραδοχή με βάση την παρατήρηση της συμπεριφοράς των σωμάτων. Δεν αποδέχεται την επινόηση των αγκυλωτών ατόμων ως αιτία για την προσκόλληση των σωμάτων γιατί υποπίπτει σε λήψη του ζητούμενου(which is begging the question) χωρίς να εξηγεί τίποτα. Γι’ αυτόν η θεωρία αυτή δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συγκέντρωση των μέχρι τώρα δεδομένων της επιστημονικής παρατήρησης, που δεν έχουν ακόμα διαψευσθεί πειραματικά και όχι ένα πρωτογενές αξίωμα του θεωρητικού λόγου.[4]
   Από την παρατήρηση αυτή προκύπτει ότι τα σωματίδια έλκονται αμοιβαία μεταξύ τους με μία δύναμη, που όταν εφάπτονται άμεσα είναι εξαιρετικά ισχυρή και δεν εκτείνεται πέρα από αυτά. Επίσης όλα τα σώματα σύμφωνα με τον Νεύτωνα, αποτελούνται από σκληρά σωματίδια, κάτι που δικαιολογεί τη στερεοποίηση των υγρών και καταδεικνύει το αδιαπέραστο γενικά της ύλης (the universal impenetrability of matter). Επιπροσθέτως τα σωματίδια αυτά εκτός της αδρανειακής κίνησης που τα χαρακτηρίζει και η οποία συνοδεύεται από όλους τους παθητικούς νόμους της κίνησης, κινούνται επίσης από κάποιες ενεργητικές αρχές(active principles) όπως η βαρύτητα αλλά και εκείνες που προκαλούν το βρασμό και το συμπαγές των σωμάτων.[5] Οι αρχές αυτές αποτελούν νόμους της φύσης και όχι απόκρυφες ιδιότητες και εμφανίζονται σε μας μέσα στα φαινόμενα, χωρίς να έχουν ανακαλυφθεί οι πρώτες αιτίες.
   Αναγνωρίζεται έτσι η βαρύτητα ως καθολική εμπειρική κανονικότητα και όχι αναγκαίο οντολογικό γνώρισμα των πραγμάτων. Η θεωρία της υπηρετεί την εξήγηση των εμπειρικών φαινομένων και η εγκυρότητα της πηγάζει α) από το παρατηρησιακό της υπόβαθρο, β) από την πειραματική της επιβεβαίωση και γ) από τις αληθείς προβλέψεις που πηγάζουν από αυτή. Οτιδήποτε ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτό αποτελεί μάταιη εικοτολογία παρόλο τα οποιαδήποτε λογικά εχέγγυα διαθέτει. Η πειραματική μέθοδος επιτρέπει στον ερευνητή να ξεπεράσει τα όρια της μέχρι τώρα εμπειρίας για να συμπεράνει εφόσον δεν υπάρχει πειραματική εξαίρεση ότι τα γνωρίσματα των φυσικών πραγμάτων που μας εμφανίζονται αδιαλείπτως είναι γενικώς ιδιότητες των σωμάτων καθαυτών.
   Στις διακηρύξεις αυτές διαφαίνονται οι καταβολές της Νευτώνειας επιστημολογίας στις πρωτοποριακές ιδέες του Bacon, που πραγματώνονται τώρα δια μέσου του πειράματος στον Νεύτωνα. Παράλληλα όμως, διαφαίνεται και ο κύριος αντίπαλος σε επίπεδο θεωρίας και μεθόδου και που δεν είναι άλλος από τον κυρίαρχο σύστημα της εποχής τον Καρτεσιανισμό.
Principia Mathematica έτος έκδοσης 1687
   Η κοσμοϊστορική σύνθεση των Principia Mathematica το 1687 έγινε ακριβώς για να αναιρέσουν την θεωρία των κοσμικών δινών που σύμφωνα με τον Νεύτωνα πέραν του ότι στερείται  επαρκούς πειραματικού υποβάθρου και συνεπώς εξηγητικής ικανότητας , πάσχει και από μεθοδολογική άποψη και συγκεκριμένα από τον τρόπο που ο Descartes αντιλαμβάνεται την ανάλυση και την σύνθεση, δίνοντας το προβάδισμα στη νοητική σύλληψη απέναντι στην εμπειρική θεμελίωση.[6] Οι κανόνες λογισμού που περιέχονται στα μεθοδολογικά κεφάλαια των Principia, επαναβεβαιώνουν τη μεθοδολογική προτεραιότητα της παρατήρησης και επισφραγίζουν την ιδέα ότι η επιστημονική παρατήρηση χτίζεται από τα κάτω προς τα πάνω και όχι αντιστρόφως. Συγκεκριμένα με τον  κανόνα IV, ο Νεύτων επαναλαμβάνει ότι η μόνη αντίρρηση σε ένα επαγωγικό συμπέρασμα, είναι αυτή που βασίζεται σε ένα αρνητικό πειραματικό εύρημα. Αυτή η πρόνοια με τη σειρά της μας διασφαλίζει από την εισαγωγή υποθέσεων Καρτεσιανού τύπου βασισμένες στην οντολογική αναγκαιότητα των πραγμάτων για να καταλήξει στην περίφημη ρήση : «Hypotheseis non fingo»( Δεν επιδίδομαι στην κατασκευή φανταστικών υποθέσεων).Με τον όρο «υπόθεση» εν προκειμένω παραπέμπει στη μεταφυσική  σκέψη (ατομιστική και μηχανιστική) η οποία συνόδευε το 17ο αιώνα την επιστημονική πρακτική και ζητούσε να την θεμελιώσει επάνω σε βαθιές οντολογικές ενοράσεις με ανεπαρκές οντολογικό θεμέλιο.
  Αυτό βέβαια δε σημαίνει διόλου ότι ή μέθοδος του απορρίπτει τις θεωρητικές υποθέσεις με την αυστηρή τεχνική έννοια που ορίζει η επιστήμη. Αντιθέτως η Νευτώνεια αναλυτική βασίζεται σε αυτές αφού μια επαγωγικά θεμελιωμένη αρχή, (π.χ. η σωματιδιακή θεωρία), όσο εκτεταμένη και αν είναι η εμπειρία που στηρίζεται, ξεπερνάει πάντα το παρατηρησιακό υπόβαθρο και αποδίδει μια ιδιότητα που εμφανίζεται στα μέχρι τώρα παρατηρημένα σώματα και σε αυτά που πρόκειται να παρατηρηθούν. Αυτό από μόνο του είναι μια υπόθεση αφού ένα αρνητικό πειραματικό εύρημα θα την υπονόμευε, ενώ μια πλειάδα τέτοιων θα μπορούσε να την ανατρέψει τελείως. Γι’ αυτό ο Νεύτων επιμένει πως τέτοιες εκ φαινομένων αρχές είναι «σχεδόν αληθείς»[7]
    Η απόλυτη βεβαιότητα που αναζητούσε ο Καρτέσιος είναι αδύνατη στην εμπειρική επιστήμη. Η επαγωγική μέθοδος αν και σε πρώτη φάση φαντάζει ελλιπής από ορθολογική σκοπιά,  είναι όμως η ισχυρότερη δυνατή στη πειραματική έρευνα. Οι αντιλήψεις αυτές θα ενσωματωθούν αργότερα στην επιστημολογία του εμπειρισμού από τους Locke και Hume.

  

3. O ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΟΚ

John Locke 1632-1704
  Ο John Locke ήταν αυτός που διαμόρφωσε το ρεύμα του εμπειρισμού σε συστηματική επιστημολογία.[8] Κεντρική παραδοχή του είναι ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας. Ό,τι ξεπερνάει την εμπειρία είναι  εξ ορισμού μη γνωστό. Η εμπειρία μας εμπλουτίζεται με την εισροή πληροφοριών από τα αισθητήρια όργανα, χωρίς τα οποία ο ανθρώπινος νους θα παρέμενε μια άγραφη δέλτος (tabula rasa). Συνεπώς δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες όπως υποστήριζε ο Καρτέσιος. Παρόλο που η γνώση μας σύμφωνα με τον Locke είναι περιορισμένη και αποσπασματική,  η ανθρώπινη διάνοια συλλαμβάνει την αλήθεια επεξεργαζόμενη τα πρωτογενή δεδομένα που προέρχονται από την αισθητηριακή αντίληψη μέσω της «αρχής του συνειρμού»[9]
  Τα πρωταρχικά αυτά συστατικά της εμπειρικής γνώσης είναι οι λεγόμενες «απλές ιδέες» της αισθητηριακής αντίληψης  του φυσικού κόσμου από τη μια και του εαυτού μας από την άλλη. Οι απλές ιδέες καταγράφουν τις βασικές ιδιότητες από τη συνένωση των οποίων σχηματίζονται τα αντικείμενα της καθημερινότητας τα οποία είναι σύνθετες ιδέες(complex ideas). O Locke αναφέρεται αδιαλείπτως σε «ιδέες μέσα στο νου» ως τα αντικείμενα της γνωστικής διαδικασίας, οι οποίες αποτελούν ένα χλωμό απείκασμα των πραγμάτων του φυσικού περιβάλλοντος και κινητοποιεί εκ νέου το γνωστό σχήμα των πρωτογενών και δευτερογενών ιδιοτήτων των σωμάτων όχι για να καταδείξει την πλήρη αφερεγγυότητα της εμπειρικής γνώσης όπως ο Ντεκάρτ, αλλά για να αποδείξει ότι η συστηματική μέτρηση των πρωτογενών, ποσοτικών εκείνων  ιδιοτήτων των σωμάτων (μάζα, σχήμα ταχύτητα) επιτρέπει στην επιστήμη να σχηματίσει μια θεωρητική εικόνα της φύσης που είναι η εγγύτερη δυνατή από λογική και πρακτική άποψη στην αντικειμενική πραγματικότητα.[10]
   Ο Locke σπεύδει να τονίσει πως καθήκον της επιστήμης δεν είναι η οντολογική διερεύνηση του κόσμου, αλλά η περιγραφή του και αυτό γιατί η «πραγματική ουσία» των πραγμάτων είναι αυτό το «κάτι τι» που κρύβεται πίσω από τις εμφανίσεις τους σε μας  και αυτό το κάτι δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε. Έρχεται στο σημείο αυτό σε αντίθεση με τον Bacon ως προς τη γνώση των θεμελιωδών «φυσικών μορφών» στο έσχατο βάθος τους. Η  πειραματική επιστήμη αν και εξακολουθεί να παραμένει για τον Locke, ο μόνος δρόμος για την προσέγγιση της θεωρητικής αλήθειας για τα φυσικά πράγματα, αποτελεί ωστόσο μια ατελή δραστηριότητα περιορισμένη από τις αδυναμίες του ανθρώπινου νου, σε ενδεχομενικό-πιθανολογικό ρόλο (σε αντίθεση με τις λογικές μαθηματικές αλήθειες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση) η οποία δεν μπορεί να προσεγγίσει την ουσία των πραγμάτων. Αυτός ο μετριοπαθής ρεαλισμός ή αλλιώς επιστημολογική ταπεινοφροσύνη αποτελεί τη σπουδαιότερη συνεισφορά του εμπειρισμού στη φιλοσοφία και στον πολιτισμό γενικότερα.[11]
Eικόνα 4 John Locke 1632-1704



4. Ο ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ HUME

David Hume 1711-1776
  Τα ψήγματα του σκεπτικισμού (της αμφιβολίας δηλαδή σχετικά με την εμβέλεια του επιστημονικού λόγου) που εισήχθησαν στη γνωσιολογία του Locke, βρήκαν τη πλήρη αποδοχή τους  στη σκέψη ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 18ου αιώνα του Σκωτσέζου Hume. O σκεπτικισμός του Ηume αποτέλεσε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ του μετριοπαθούς ρεαλισμού του Locke και του άκρατου ιδεαλισμό του Berkeley.[12]
   Σύμφωνα με τον Ηume, είναι εξίσου δυνατό όσο και αναπόδεικτο ότι υπάρχει ένας υλικός κόσμος καθαυτός ανεξάρτητος από τα αισθητήρια μας.


Εφόσον όμως ο επιστημονικός νους δε μπορεί με τις αισθήσεις  να προσεγγίσει την «πραγματική πραγματικότητα», αυτομάτως  παύει να αποτελεί αντικειμενικό σκοπό. Αντιθέτως, αντικείμενο της επιστήμης σύμφωνα πάντα με τον Ηume αποτελεί η συστηματική κατάταξη των εμπειρικών ιδεών.[13]
   Η ανάλυση της έννοιας της αιτιότητας του Hume, αφορά στην αιτιακή σχέση της χρονικής διαδοχής και της εγγύτητας στο χώρο  ανάμεσα σε δύο συμβάντα. Αυτό που συνδέει  δύο παρατηρήσεις Α και Β, που αποτελούν δύο ξεχωριστές αντιληπτικές στιγμές, είναι η γειτνίαση μέσα στο νου μας, η οποία εμβάλλει μια ψυχολογική διάθεση να προσδοκούμε ότι  μετά τη  εμφάνιση του Α θα ακολουθήσει το Β, δημιουργώντας έτσι μια νοητική συνήθεια(habit of the mind) πάνω στην οποία χτίζεται μια υποκειμενική πίστη ως προς την αιτιώδη σύνδεση των δύο φαινομένων.
    Στην  πραγματικότητα η ισχύς όλων των θεωρητικών γενικεύσεων σχετικά με τον κόσμο είναι καθαρά πιθανολογική.[14] Όπως είδαμε και προηγουμένως, σύμφωνα με τον Ηume, τίποτα δεν είναι προβλέψιμο με βεβαιότητα και όταν προβλέπουμε το μέλλον εικάζουμε απλώς σύμφωνα με την εμπειρία του παρελθόντος, ότι η δομή των φυσικών πραγμάτων θα εξακολουθήσει να είναι η ίδια. Αυτή είναι η διαισθητική αρχή της «ομοιομορφίας της φύσης» πάνω στην οποία στηρίζεται ο κοινός και ο επιστημονικός νους, χρησιμοποιώντας την επαγωγική γενίκευση του παρελθόντος, για να συμπεράνει κάτι για το μέλλον και εδώ ασφαλώς εστιάζεται το πρόβλημα της μεθόδου της επαγωγής που συναντήσαμε στην αρχή. Ο σκεπτικισμός συνεπώς ξεπερνιέται μόνο πρακτικά, αν το ζήτημα ερευνηθεί γνωσιοθεωρητικά τότε δεν υπάρχει βεβαιότητα για αυτό το θέμα. Αναφορικά με όλα τα δεδομένα της εμπειρίας απλώς πιθανολογούμε, σε αντίθεση πάλι με τους μαθηματικούς λογισμούς που ενώ μεν παρέχουν βεβαιότητα, περιορίζονται ωστόσο στις σχέσεις των ιδεών μεταξύ τους  και δεν περιγράφουν τη κατάσταση του κόσμου. Έτσι καταλήγει όπως και ο Locke, στην πραγματιστική υπεράσπιση της επιστήμης. Ο λόγος είναι ο υπηρέτης μιας πρακτικής προσταγής ή σύμφωνα με τη προκλητική ρήση του, o δούλος των παθών reason is the slave of the passions που αποσκοπεί στην καλυτέρευση της κατάστασης μας μέσα στον κόσμο και αυτό είναι το μέγιστο που δικαιούμαστε να ελπίζουμε.



EΠΙΛΟΓΟΣ

   Ξεκινώντας με μία αναδρομή στην επιστημονική μέθοδο και πως αυτή ορίστηκε από τη σχολή της Πάδοβα, είδαμε την επιστήμη να διαχωρίζεται σε δύο σημαντικά ρεύματα τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό. Στην αυγή του εμπειρισμού ο Βacon υπήρξε ο θεμελιωτής της επαγωγικής μεθόδου.
   Κατόπιν και αφού αναλύσαμε αυτή την επιστημονική μέθοδο επισημαίνοντας τα σημαντικότερα προβλήματα της ,είδαμε πως διατυπώθηκε το αίτημα της επαγωγής από τον Νεύτωνα, καθώς και ποια μορφή πήρε στη γνωσιοθεωρία του Locke,αλλά και την κριτική που άσκησε πάνω της ο Hume.

  


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.     Βαλλιάνος Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008
2.     Πατηνιώτης Μ., «Νεύτων και Νευτωνισμός στην Ευρώπη του 18ου αιώνα» στον τόμο Β. Καλδής (επιμ.) Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008, σσ. 39-54.
3.     Συνοδευτικό CD ΕΠΟ 31: "Επαγωγική Λογική" ( Διαφάνειες 8 - 14 & 18), "Ο σκεπτικισμός του David Hume για την επαγωγή" (Διαφάνειες 19 - 26), "Από τον Νεύτωνα στον Mach" (Διαφάνειες 37 – 39).



[1] 1.Βαλλιάνος Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008 σελ. 130
[2] Στο ίδιο σελ 130
[3] Στο ίδιο σελ108
[4] Στο ίδιο σελ 109
[5] Στο ίδιο σελ.110
[6] Στο ίδιο σελ.111
[7] Στο ίδιο σελ. 113
[8] Στο ίδιο σελ. 122
[9] Στο ίδιο σελ. 123
[10] Στο ίδιο σελ. 124
[11] Στο ίδιο σελ.125-126
[12] Στο ίδιο σελ.128
[13] Στο ίδιο σελ 128-129
[14] Στο ίδιο σελ. 129.

1 comment: