Saturday, March 1, 2014

Η 4η Σταυροφορία και η άλωση από τους Φράγκους. Ο ρόλος της Βενετίας.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Δ΄ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΤΗΣ Δ΄ΣΤΑΥΡΟΦΟΡIAΣ
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ  ΦΡΑΓΚΟΥΣ 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 








ΕΙΣΑΓΩΓΗ
   Η σχέση της Βενετίας με το Βυζάντιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια σχέση «αγάπης και μίσους» μεταξύ των δύο, αφού για πολλούς αιώνες στο παρελθόν η Βενετία είχε υπάρξει βυζαντινή κτήση και επαρχία, αλλά και πολύτιμος σύμμαχος των Βυζαντινών, όπως την άνοιξη του 1084 εναντίον των Νορμανδών, όπου οι Βενετοί υπέστησαν μεγάλες απώλειες στην προσπάθεια τους να απωθήσουν τον κοινό εχθρό.  Τα γεγονότα όμως του 1171 επί αυτοκρατορίας Μανουήλ και οι καταστροφές που υπέστησαν οι Βενετοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, είχαν επιφέρει ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στις σχέσεις των δύο κρατών. [1]
   Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος, προσπάθησε να μεταστρέψει κάπως το αρνητικό κλίμα και να αμβλύνει την αμοιβαία αντιπάθεια και εχθρικότητα Ελλήνων και Λατίνων, επαναφέροντας τα εμπορικά προνόμια των Βενετών και τις εκτάσεις τους στην Πόλη και συμφωνώντας παράλληλα για την καταβολή αποζημιώσεων με τρία χρυσόβουλα που υπογράφηκαν από τον ίδιο το Φεβρουάριο του 1187.[2]  Η συνθήκη αυτή αναδιατυπώθηκε αργότερα με νέο χρυσόβουλο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ προς τον νέο δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο το Σεπτέμβριο του 1198. Μάλιστα για την καινούρια αυτή συνθήκη συντάχθηκε ένας λεπτομερής κατάλογος, ο οποίος περιελάμβανε όλες τις σημαντικές πόλεις της εποχής καθώς και τα λιμάνια, τα νησιά και γενικότερα κάθε επαρχία και κτήση της αυτοκρατορίας από το Δυρράχιο μέχρι την Ανατολή, με εξαίρεση τις επαρχίες της μαύρης θάλασσας. Αυτός ο γεωγραφικός χάρτης θα χρησίμευε έξι χρόνια αργότερα στους Βενετούς και τους αρχηγούς της 4ης σταυροφορίας για την διανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας[3].
   Το χρυσόβουλο αυτό ήταν και το τελευταίο του είδους του. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους εξελέγη πάπας ο Ιννοκέντιος Γ΄, ο οποίος έθεσε ως προτεραιότητα του να οργανώσει μια νέα σταυροφορία για να επιτύχει ότι δεν επέτυχε ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα στην Γ΄ σταυροφορία, δηλαδή την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ.[4]
   Στην εργασία που ακολουθεί, θα μας απασχολήσει ο ρόλος της Βενετίας στον σχεδιασμό και στην οργάνωση της Δ΄ σταυροφορίας καθώς και στην διανομή των εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας ως επακόλουθο της κατάκτησης της από τους Φράγκους.






ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Δ΄ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

   Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ νέος και άπειρος, θέλησε ίσως με την διοργάνωση της σταυροφορίας να αποδείξει την εξουσία του. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και η απογοητευτική ανταπόκριση από τους ευρωπαίους ηγεμόνες. Ο Φίλιππος της Γαλλίας και ο Ριχάρδος της Αγγλίας, που είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν σε σταυροφορίες, βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση κοντά στη πατρίδα τους. Ο Ριχάρδος μάλιστα πέθανε ένα χρόνο μετά, το 1199. Οι διάδοχοι του γερμανικού θρόνου  Ερρίκος ΣΤ΄ της Γερμανίας και Φίλιππος της Σουηβίας βρίσκονταν σε εσωτερική διαμάχη. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας ήταν ο μόνος εστεμμένος ηγεμόνας της Ευρώπης που απάντησε στην πρόσκληση.
   Οι αρχηγοί της σταυροφορίας συνεπώς θα έπρεπε να αναζητηθούν αλλού. Εμψυχωμένοι από τον περιπλανώμενο ιερέα Φούλκ του Νειγύ, ενός σοφού ανθρώπου και καλού κληρικού, που διακήρυττε στο διάβα του τη σταυροφορία,  οι πρώτοι που έλαβαν τον σταυρό ήταν ο κόμης Τιμπώ της Καμπανίας, ο Λουδοβίκος κόμης του Μπλουά, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας κι’ ο Ερρίκος ο αδελφός του. Άλλοι επιφανείς που τους ακολούθησαν ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος και ο Βέλθερος Βριένιος. [5]
   Ο Ιννοκέντιος Γ’ με επιστολές του οι οποίες περιείχαν συγκεκαλυμμένες απειλές, προσπάθησε να κερδίσει τη συνεργασία του Αλέξιου Γ΄. Μάλιστα ο ίδιος έκανε σαφές, πως αν ο αυτοκράτορας παρέλειπε να εκπληρώσει το χριστιανικό του καθήκον, όπως ακριβώς και οι προκάτοχοι του στο παρελθόν, τότε η χρήση βίας θα ήταν δικαιολογημένη.[6]
   Εντωμεταξύ αποφασίστηκε πως ο στρατός θα μεταφέρονταν με πλοία στην Αίγυπτο, με σκοπό να υπερφαλαγγίσει τους άπιστους στη Παλαιστίνη πριν προχωρήσει στην Ιερουσαλήμ.[7] Η μόνη πόλη που θα μπορούσε να προσφέρει τον απαιτούμενο στόλο για το εγχείρημα, ήταν η Βενετία και έτσι συμφώνησαν να προσεγγίσουν το δόγη με σκοπό να τον πείσουν, να τους παράσχει πολεμικά και μεταφορικά πλοία.  Αρχικά οι Βενετοί αρνήθηκαν φοβούμενοι μήπως έτσι έβλαπταν το εμπόριο τους. Παράλληλα το κόστος για την δημιουργία ενός τόσο μεγάλου στόλου θα ήταν πολύ μεγάλο και επομένως οι Βενετοί θα έπρεπε να είχαν κάποιες εγγυήσεις ότι θα έβγαιναν κερδισμένοι.
   Τελικά συμφώνησαν να ναυπηγήσουν στόλο ικανό να μεταφέρει συνολικά 4500 άλογα και 9000 ιπποκόμους, 4500 ιππότες και 20.000 πεζικάριους καθώς και προμήθειες για τον στρατό και σανό για τα άλογα για έναν χρόνο. Επίσης ο δόγης υποσχέθηκε να στείλει με το στόλο και 50 δικά του επανδρωμένα πλοία «για την αγάπη του θεού» όπως είπε χαρακτηριστικά.[8] Ωστόσο υπήρχαν δύο όροι. Το κόστος, που υπολογίστηκε στις 85.000 αργυρά μάρκα, θα έπρεπε να προκαταβληθεί και οι Βενετοί θα δικαιούνταν τις μισές κτήσεις που θα κατακτούσε η σταυροφορία.
   Οι σταυροφόροι αποδέχτηκαν την πρόταση και οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν επίσημα. Οι Βενετοί είχαν τη θέληση αλλά και τα μέσα να τηρήσουν από τη μεριά τους τα συμφωνηθέντα, δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τους σταυροφόρους καθώς για να αποπληρώσουν το υπέρογκο ποσό των 85.000 μάρκων θα έπρεπε να επιστρατεύσουν 33.500 άνδρες μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ, οπότε από τη στιγμή που ο Βιλλεαρδουίνος  υπέγραψε τη συνθήκη, η σταυροφορία άτυπα μεν πέρασε στην πραγματικότητα υπό βενετική καθοδήγηση. Ο ίδιος ο πάπας φάνηκε να είναι ενοχλημένος αφού οι σταυροφόροι δεν τον συμβουλεύτηκαν προηγουμένως πριν προβούν σε τόσο ακριβές συμφωνίες, αλλά έδωσε ωστόσο την απαραίτητη έγκριση του, υπό τον όρο οι σταυροφόροι να απέχουν από επιθέσεις κατά χριστιανών, παρά μόνο αν συνέτρεχε σοβαρός λόγος. Αν αυτό ήταν διορατικότητα εκ μέρους του πάπα όπως ισχυρίζεται ο Νίκολ ή απλώς καλυμμένη συγκατάθεση και συγκατάβαση του για αυτά που θα ακολουθούσαν, είναι ακόμη ως τώρα αντικείμενο διαμάχης των ιστορικών ερευνητών.[9] Όπως και να έχει, το μόνο σίγουρο είναι, ότι ο έλεγχος της σταυροφορίας είχε πλέον χαθεί από τα χέρια του.
   Μέσα σε αυτό το κλίμα το Μάιο του 1201, πέθανε ο γενικότερα αποδεκτός αρχηγός της σταυροφορίας , ο Τιμπώ της Καμπανίας. Κατόπιν πρότασης του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, κλήθηκε να αναλάβει την ηγεσία ο Ο Βονιφάτιος μαρκήσιος του Μονφεράτ. Αυτός δέχθηκε άμεσα σαν να περίμενε την πρόσκληση. Σχετικά με τον Βονιφάτιο, θα πρέπει να αναφέρουμε, πως επικρατούσε ανέκαθεν η αντίληψη πως ήταν ένας από τους κυριότερους υποκινητές της παρέκκλισης της Δ΄ σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη.[10] Τα Χριστούγεννα του 1201 ο Βονιφάτιος βρισκόταν στην αυλή του επικυρίαρχού του και διεκδικητή της δυτικής αυτοκρατορίας Φιλίππου της Σουηβίας στο Χάγκεναου. Εκεί βρέθηκε και ο νεαρός πρίγκιπας Αλέξιος, γιος του τυφλωμένου αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄, ο οποίος είχε καταφέρει να δραπετεύσει από την Κωνσταντινούπολη κρυμένος σ’ ένα πισάτικο πλοίο. Ο πρίγκιπας ήταν λογικό να ζητήσει τη βοήθεια του Φιλίππου, καθώς ήταν παντρεμένος με την αδερφή του Ειρήνη.[11] Ο Αλέξιος τους διαβεβαίωσε ότι αν τον συνόδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, ο λαός θα τον υποδέχονταν θερμά.  Ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση καθώς οι σταυροφόροι θα μπορούσαν να βρουν με αυτόν τον τρόπο τους απαιτούμενους πόρους χωρίς απαραίτητα τη χρήση βίας. Ωστόσο όπως και στο παρελθόν ο πάπας δεν ενέκρινε κάτι τέτοιο, εφόσον ο πατέρας του Ισαάκιος δεν είχε κερδίσει τον θρόνο κληρονομικά και επανέλαβε τη νουθεσία του, πως θα έπρεπε να αποφύγουν τις επιθέσεις σε χριστιανούς και ότι θα έπρεπε να πορευτούν κατευθείαν προς την Αίγυπτο. Ο Βονιφάτιος συμφώνησε και το θέμα έληξε προσωρινά.






Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΤΗΣ Δ΄ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

   Ο σταυροφορικός στρατός συγκεντρώθηκε τελικά στη Βενετία αλλά μόνο στο ένα τρίτο της δυνάμεως που είχε υπολογιστεί αρχικώς. Αυτό δημιούργησε ένα μεγάλο πρόβλημα καθώς είχε συμφωνηθεί πως κάθε στρατιώτης θα πλήρωνε τον δικό του ναύλο. Οι σταυροφόροι ανακάλυψαν πως τους έλλειπαν 35.000 μάρκα από το συμφωνηθέν ποσό.
   Ο δόγης που ήταν οξυδερκής και έμπειρος σε τέτοιες προετομασίες, είχε προβλέψει κατά πάσα πιθανότητα πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, καθώς ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός στρατιωτών μέσα σε ένα χρόνο. Γνώριζε επίσης πως οι σταυροφόροι ήταν τίμιοι άνθρωποι και θα αποπλήρωναν το χρέος τους στο μέλλον. Ωστόσο για να αποζημιωθεί ο βενετικός λαός που μπήκε σε τόσο κόπο, πρότεινε την αναβολή της πληρωμής, με την προϋπόθεση οι σταυροφόροι να τους βοηθήσουν να καταλάβουν τη Ζάρα στις δαλματικές ακτές, η οποία είχε αποσκιρτήσει από τη βενετική συμμαχία το 1186.[12]
   Πράγματι η Ζάρα κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε από μια μικτή επίθεση Βενετών και σταυροφόρων. Ο πάπας εξοργίστηκε και αφόρισε όλους τους υπεύθυνους, αλλά τελικώς συγχώρησε τα αμαρτήματα τους. Γνώριζε ποιος ήταν ο πραγματικός υπεύθυνος. Οι σταυροφόροι τον παρακάλεσαν να δώσει άφεση αμαρτιών και στους Βενετούς, αλλά ο πάπας ήταν αμετάκλητος. Ο Βονιφάτιος όμως απέκρυψε το γεγονός και το έγγραφο με την παπική βούλα του αφορισμού, καθώς ήταν σίγουρος, όπως άλλωστε ήταν και ο παπικός λεγάτος που συνόδευε τη σταυροφορία, πως η κοινοποίηση του θα τερμάτιζε τη σταυροφορία.[13]
   Ωστόσο το οικονομικό πρόβλημα παρέμενε και καθώς ο στρατός είχε στρατοπεδεύσει στη Ζάρα, οι προμήθειες λιγόστευαν επικίνδυνα. Αυτή ακριβώς τη στιγμή, τον Γενάρη του 1203 έφτασαν οι απεσταλμένοι του Φίλιππου της Σουηβίας με την πρόταση του νεαρού Αλέξιου, την οποία συνυπέγραφαν. Ο Αλέξιος υπόσχονταν πως αν τον συνόδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να αποκαταστήσει τον Ισαάκιο Β΄στο θρόνο, θα φρόντιζε να δώσει τέλος στο σχίσμα θέτοντας την ορθόδοξη ανατολική εκκλησία υπό την εξουσία του πάπα. Παράλληλα θα τους αντάμειβε με το ποσό των 200.000 ασημένιων μάρκων και θα συνόδευε τους σταυροφόρους στην Αίγυπτο ως επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος 10.000 βυζαντινών, 500 από τους οποίους θα παρέμεναν ως μόνιμη δύναμη στους Αγίους τόπους.[14]
   Ο Δάνδολος υποστήριξε αμέσως τον Βονιφάτιο που ήταν υπέρ του σχεδίου, καθώς θεώρησε πως ο Αλέξιος ασφαλώς θα ευνοούσε τη Βενετία. Αν και κάποιοι χαμηλόβαθμοι κυρίως ιππότες ένιωσαν άβολα και τελικά εγκατέλειψαν τη σταυροφορία κάνοντας δικά τους σχέδια να πορευτούν στη Συρία, εν τούτοις όλοι οι ηγέτες τάχθηκαν υπέρ. Η απόφαση ήταν πλέον ειλημμένη. Προκειμένου να συνεχιστεί η σταυροφορία θα έπρεπε να περάσει από την Κωνσταντινούπολη.



  
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ

   Στις 24 Ιουνίου 1203 ο στόλος αγκυροβόλησε στο Σκούταρι[15] στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και αποβιβάστηκαν τα στρατεύματα. Ωστόσο ο Αλέξιος Δ΄ δεν έτυχε της θερμής υποδοχής που είχε υποσχεθεί. Ο Αλέξιος Γ’ μπορεί να μην ήταν ο πιο δημοφιλής αυτοκράτορας, αλλά οι Βυζαντινοί τον προτιμούσαν από κάποιον που θα τους επέβαλλαν οι Λατίνοι και αυτό ήταν κάτι που κατάλαβαν οι σταυροφόροι όταν ο πρίγκιπας παρέλασε με το πλοίο του Δόγη με σημαία ανακωχής και αντί επευφημιών εισέπραξαν βρισιές και πέτρες.[16]
   Ο ευφυέστατος γερό Δάνδολος θα πρέπει να είχε τις πληροφορίες του από τους πράκτορες του εντός της Πόλης, πως οι Έλληνες δεν θα αποδέχονταν έναν νεαρό αυτοκράτορα, που ορκιζόταν να υποτάξει αυτούς και την εκκλησία τους στη λατινική δύση. Ενδεχομένως μάλιστα να σκηνοθέτησε και αυτή τη φαρσοκωμωδία με απώτερο σκοπό να αποδείξει και να υποδείξει πόσο απαραίτητο ήταν η σταυροφορία να πολεμήσει για να επιτύχει το σκοπό του.
   Στις 5 Ιουλίου ο στόλος διέσχισε το Βόσπορο και πραγματοποίησε  απόβαση στην ευρωπαϊκή πλευρά, ενώ την επόμενη μέρα εισήλθε στον Κεράτιο. Το πλοίο του Δάνδολου ήταν το πρώτο που προσάραξε στη στενή λωρίδα γης κάτω από τα τείχη. Τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος του να καταλάβει την Κων/πολη. ΟΑλέξιος ο Γ΄ αποφάσισε τελικώς στις 17 Ιουλίου να οδηγήσει το στρατό του έξω από τα τείχη, αλλά λιγοψύχησε μόλις είδε τους σταυροφόρους παρατεταγμένους για μάχη και υποχώρησε. Το ίδιο βράδυ δραπέτευσε με την κόρη του Ειρήνη παίρνοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει από το θησαυροφυλάκιο.
   Την επόμενη μέρα οι εναπομείναντες αυλικοί υπό την καθοδήγηση του ευνούχου Κωνσταντίνου Φιλοξενίτη, ο οποίος είχε κατορθώσει να πάρει με το μέρος του τη βαραγγιανή φρουρά, φυλάκισαν τη σύζυγο και την οικογένεια του Αλέξιου Γ’ και επανέφεραν στον θρόνο τον Ισάακιο, ο οποίος κάλεσε αμέσως τον γιο του πρίγκιπα Αλέξιο να τον βρει στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να στεφθεί συναυτοκράτορας.[17]  Έτσι οι Βενετοί και ο νεαρός Αλέξιος βρέθηκαν σαστισμένοι και προ τετελεσμένων γεγονότων, όταν οι αγγελιοφόροι τους ανακοίνωσαν ότι ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Ο Ισαάκιος όταν άκουσε για πρώτη φορά τους όρους, παραδέχτηκε ότι ήταν υπερβολικά επαχθείς, αλλά τελικώς επικύρωσε τη συνθήκη, αναγνωρίζοντας πως οι σταυροφόροι άξιζαν αυτή την ανταμοιβή. Ο Αλέξιος μπήκε στην Πόλη συνοδευόμενος από τους ευεργέτες του και την 1η Αυγούστου στέφθηκε συμβασιλέας ως Αλέξιος Δ΄. Το μόνο που απέμενε ήταν να ολοκληρώσει τις υποσχέσεις του προς τους σταυροφόρους.
   Όμως ο βυζαντινός πλούτος που είχε αποτελέσει στο παρελθόν παμπάλαιο και σίγουρο όπλο έναντι των πιο επικίνδυνων εχθρών της αυτοκρατορίας, αποδείχτηκε πως δεν ήταν αστείρευτος τελικά. Ακόμα και οι εκκλησιαστικοί θησαυροί δεν ήταν αρκετοί να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό. Ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει πίστωση χρόνου. Ο Δάνδολος πρότεινε την παράταση της συνθήκης και την παραμονή του στόλου στην Κων/πολη για έναν χρόνο ακόμα μέχρι τη γιορτή του Αγ. Μιχαήλ στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1204. Ο αυτοκράτορας συμφώνησε και επωμίστηκε το παραπάνω κόστος. Ο πανούργος Δάνδολος γνώριζε πολύ καλά ότι τα Βενετικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα είτε με τη διατήρηση του Αλέξιου στο θρόνο είτε με την κατάληψη της πόλης δια της βίας.[18]
   Ύστερα από κάποιες επιθέσεις Ελλήνων στις λατινικές συνοικίες και θρησκευτικές αψιμαχίες μεταξύ Λατίνων και Μουσουλμάνων, οι Λατίνοι φοβήθηκαν τα αντίποινα από τις συμμορίες και περίπου 15.000 εγκατέλειψαν την πόλη και ενώθηκαν με τους σταυροφόρους. Τον Νοέμβριο όταν ο αυτοκράτορας επέστρεψε από την εκστρατεία κατά των Βουλγάρων στη Θράκη, βρήκε ένα μεγάλο τμήμα της πόλης καμένο. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα ήταν πλέον αντιληπτό στον Αλέξιο, πως δεν θα μπορούσε να τηρήσει τους όρους της συμφωνίας. Οι πληρωμές σταμάτησαν και ο Αλέξιος γινόταν όλο και πιο απότομος μαζί τους, με την ελπίδα πως αυτοί θα αποχωρούσαν.[19] Ο δόγης όμως ήταν ανένδοτος και απέστειλε τελεσίγραφο στον Αλέξιο με το οποίο αξίωναν την απαρέγκλιτη τήρηση της συμφωνίας, αλλιώς θα χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο που είχαν στη διάθεση τους για να πάρουν αυτά που τους είχαν υποσχεθεί.  Ασφαλώς αυτό το τελεσίγραφο ισοδυναμούσε με την κήρυξη πολέμου.
   Ακολούθησε μια αποτυχημένη προσπάθεια των Βυζαντινών να πυρπολήσουν το βενετικό στόλο. Παράλληλα οργανώθηκε συνομωσία με αρχηγό τον πρωτοβεστιάριο Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο, με σκοπό την εκλογή νέου αυτοκράτορα. Ο επαναστατημένος όχλος της πόλης όμως αναγόρευσε αυτοκράτορα έναν νεαρό απρόθυμο ευγενή τον Νικόλαο Κανναβό. Ο Αλέξιος προσπάθησε μάταια να ζητήσει βοήθεια από τους δυτικούς φίλους του. Ο Μουρτζουφλός υπέκλεψε το μήνυμα του, κατέλαβε το παλάτι και συνέλαβε τον Κανναβό. Ο Αλέξιος ως κύριος υπαίτιος φυλακίστηκε και απαγχονίστηκε, ενώ ο πατέρας του Ισαάκιος  πέθανε και αυτός λίγες μέρες αργότερα. Ο Μουρτζουφλός ανήλθε στο θρόνο ως Αλέξιος Ε΄ και δήλωσε αμέσως τις προθέσεις του να ακυρώσει κάθε όρο της συμφωνίας που είχε υπογράψει ο προκάτοχος του. Με το θάνατο του Αλέξιου, οι σταυροφόροι δεν είχαν πια καμία ηθική υποχρέωση προς τους βυζαντινούς. Η φυγή ήταν και αυτή δύσκολη, σύμφωνα με τον Βιλλεαρδουίνο, για άλλη μια φορά ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν ή να χαθούν.
      Τον Μαρτιο του 1204 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του δόγη εκ μέρους των Βενετών, και του Βονιφάτιου, του Βαλδουίνου  και δύο άλλων ιπποτών εκ μέρους των σταυροφόρων, που καθόριζε τη διαχείριση της πόλης και την αυτοκρατορία μετά την κατάκτηση. Πρωτίστως οι Βενετοί θα έπρεπε να αποζημιωθούν πλήρως. Ο δόγης θα έπαιρνε πρώτος μερίδιο από τα λάφυρα μέχρι και τα τρία τέταρτα της συνολικής λείας. Η εκλογή Λατίνου αυτοκράτορα ανατέθηκε σε μια επιτροπή έξι Βενετών και έξι Φράγκων. Ο επιτυχών υποψήφιος θα αποκτούσε τα αυτοκρατορικά ανάκτορα και το ένα τέταρτο της πόλης και της αυτοκρατορίας. Η άλλη πλευρά θα αποκτούσε την Αγία Σοφία και το δικαίωμα να εκλέγει Λατίνο πατριάρχη. Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα της αυτοκρατορίας θα διανέμονταν ισόποσα μεταξύ Βενετών και σταυροφόρων. Οι σταυροφόροι θα αποκτούσαν την περιουσία τους ως τιμάρια από τον αυτοκράτορα τον οποίον όλες οι παρατάξεις θα έπρεπε να υπηρετούν μέχρι τον Μάρτιο του 2005. Ο δόγης δεν ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στρατιωτική ή άλλου είδους υπηρεσία στον αυτοκράτορα για το κομμάτι της αυτοκρατορίας του.
   Είναι φανερό πως η συνθήκη σχεδιάστηκε με πρωταρχικό σκοπό την κάλυψη και επέκταση των συμφερόντων της Βενετίας.[20] Οι σταυροφόροι είχαν παγιδευτεί κατά μία έννοια στο ύπουλο παιχνίδι του δόγη και των ηγετών τους. Ο ευγενικός σκοπός τους να επανορθώσουν μια αδικία και να συγκεντρώσουν τους απαραίτητους πόρους, για να συνεχίσουν τον ιερό τους αγώνα κατά των απίστων είχε πάει περίπατο. Σκοπός τώρα ήταν η κατάκτηση ολόκληρης της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, που κατά μια «περίεργη» σύμπτωση μόνο οι Βενετοί γνώριζαν επακριβώς τις πόλεις, τα λιμάνια, τις επαρχίες και τα νησιά που αυτή περιελάμβανε, από τον γεωγραφικό χάρτη που είχε συμπεριληφθεί στο χρυσόβουλο που τους είχε παραχωρήσει ο Αλέξιος Γ’ έξι χρόνια πριν.  [21]
   Η επίθεση ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου. Ο Αλέξιος Ε΄ αν και πολέμησε γενναιότερα από τον προκάτοχο του δεν κατόρθωσε να προβάλλει κάποια σοβαρή αντίδραση. Τρεις μέρες αργότερα οι σταυροφόροι εισέβαλλαν στην πόλη. Πρώτος εισήλθε ο Αλεώμ, αδελφός του χρονικογράφου Ροβέρτου του Κλαρύ.[22] Ενδεικτικό της χαλαρής αντίδρασης των βυζαντινών είναι το γεγονός ότι ο σταυροφορικός στρατός είχε μόνο έναν νεκρό εντός των τειχών, έναν ιππότη που έπεσε σε έναν λάκκο με το άλογο του στην ενώ κυνηγούσε τους εχθρούς που υποχωρούσαν.[23]
   Ο Αλέξιος Ε΄ έφυγε μέσα στη νύχτα με προορισμό τη Θράκη όπου βρισκόταν ο πεθερός του. Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις ανακηρύχθηκε βιαστικά αυτοκράτορας στην Αγ. Σοφία, αλλά πλέον ήταν αργά για οτιδήποτε. Ακόμα και η φρουρά των Βαράγγων δεν είχε κουράγιο να συνεχίσει τη μάχη. Ο Κων/νος Λάσκαρις και ο αδελφός του Θεόδωρος διέφυγαν μαζί με το υπόλοιπο πλήθος από το λιμάνι του παλατιού στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Το πρωινό της Τρίτης 13 Απριλίου βρήκε τον λαό στους δρόμους να επευφημεί τον Βονιφάτιο του Μονφεράτ ως το νέο αυτοκράτορα. Οι λεηλασίες που ακολούθησαν, παρόλο τις απαγορεύσεις  ήταν πρωτοφανείς. Ο Βιλλεαρδουίνος αναφέρει με ενθουσιασμό ότι είχε αφαιρεθεί η μεγαλύτερη λεία από οποιαδήποτε άλλη πόλη, ενώ ο Ροβέρτος του Κλαρύ αναφέρει, ίσως πιο ρεαλιστικά, πως ήταν η μεγαλύτερη αρπαγή πλούτου από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου.[24]
   Για τη θέση του αυτοκράτορα υπήρχαν ουσιαστικά μόνο δύο υποψήφιοι ο Βονιφάτιος του Μονφεράτ και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Τελικά υπό την εύνοια του δόγη, αυτοκράτωρ ανακηρύχθηκε ο  Βαλδουίνος.  Ο Βονιφάτιος κατόπιν εξέφρασε την επιθυμία του να του παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη αντί των άλλων επαρχιών. Ωστόσο η Θεσσαλονίκη δεν είχε ακόμα κατακτηθεί. Ο Βαλδουίνος έφτασε πρώτος και δέχτηκε την υποταγή της πόλης. Ο Βονιφάτιος πήρε τα όπλα και ο εμφύλιος θα δίχαζε την λατινική αυτοκρατορία από τα σπάργανα της, αν δεν επενέβαινε ο δόγης. Ο Βαλδουίνος παραδέχτηκε το λάθος του και παραχώρησε στον Βονιφάτιο την κυριότητα της Θεσσαλονίκης. Οι Βενετοί προχώρησαν στην εκλογή πατριάρχη και θέσπισαν διάταγμα σύμφωνα με το οποίο στο μέλλον μόνο Βενετοί θα είχαν δικαίωμα εκλογής στη σύνοδο του καθεδρικού ναού. Ο Βαλδουίνος απένειμε τον βυζαντινό τίτλο του δεσπότη στο Δάνδολο, ο οποίος κατόρθωσε να εξαγοράσει έναντι 1000 μάρκων τον τίτλο της Κρήτης από τον Βονιφάτιο.[25]
   Τον Σεπτέμβριο του 1204 μια επιτροπή από δώδεκα Βενετούς και δώδεκα σταυροφόρους συνέταξε μια νέα συνθήκη διανομής που βασιζόταν στην προηγούμενη του περασμένου Μαρτίου. Η επιρροή του δόγη και πάλι υπήρξε καθοριστικής σημασίας καθώς μόνο οι Βενετοί είχαν άμεση γνώση της γεωγραφίας της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαιρέθηκε μεταξύ αυτοκράτορα και δόγη. Ο Βαλδουίνος πήρε τα πέντε όγδοα και ο Δάνδολος τα υπόλοιπα τρία όγδοα της πόλης. Ο αυτοκράτορας πήρε επίσης τα εδάφη από την Αγαθούπολη στη μαύρη θάλασσα ως την Τυρολόη στη θάλασσα του Μαρμαρά. Οι Βενετοί πήραν τις εκτάσεις από την Ανδριανούπολη μέχρι τη θάλασσα του Μαρμαρά και δυτικά μέχρι την Καλλίπολη και οι σταυροφόροι πήραν ότι απέμεινε. Την επικράτεια της Θεσσαλονίκης όπως είδαμε προηγουμένως πήρε ο Βονιφάτιος μέχρι τη Μονοσύπολη στη Θράκη. Η Μ. Ασία και τα παράκτια νησιά παραχωρήθηκαν στον αυτοκράτορα, ενώ η ηπειρωτική χώρα της Ελλάδας διανεμήθηκε μεταξύ Βενετών και σταυροφόρων. Στα βόρεια η διαίρεση αυτή ακολούθησε την φυσική γραμμή της οροσειράς της Πίνδου. Στα δυτικά αυτής της γραμμής οι Βενετοί διεκδίκησαν όλη την περιοχή από το Δυρράχιο ως την Ναύπακτο, τα νησιά του Ιονίου και το δυτικό μέρος της Πελοποννήσου μέχρι τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης. Η ηπειρωτική Ελλάδα ανατολικά της Πίνδου παραχωρήθηκε στους σταυροφόρους με εξαίρεση κάποια μέρη της Εύβοιας, και τα νησιά της Σαλαμίνας, της Αίγινας και της Άνδρου. Σύντομα οι επιχειρηματικοί Βενετοί πήραν την πρωτοβουλία να κατακτήσουν και άλλα νησιά του Αιγαίου.




ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

   Αναμφισβήτητα ο μεγάλος πρωταγωνιστής της Δ΄ σταυροφορίας υπήρξε ο δόγης της Βενετίας Δάνδολος. Ο δόγης κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο όλες τις συγκυρίες και να κατευθύνει τελικώς τη σταυροφορία προς όφελος της Βενετίας. Ο πάπας, αν και είχε από την αρχή τις αμφιβολίες του για τους Βενετούς, τελικά αναγκάστηκε να υποκύψει στην πολιτική και στρατιωτική ευφυΐα του Δάνδολου. Η πρόταση άλλωστε για ένωσης της ανατολικής εκκλησίας με την δυτική από τον νεαρό πρίγκιπα Αλέξιο ήταν πολύ δελεαστική ώστε να την προσπεράσει.
   Μετά την κατάληψη της Ζάρα και ενώ η σταυροφορία κινδύνευε να τελειώσει άδοξα, ο Δάνδολος και ο Βονιφάτιος υπερασπίστηκαν ενθέρμως την πρόταση του Αλέξιου Γ΄ και κατόρθωσαν τελικώς να στρέψουν τη σταυροφορία στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Δάνδολος χρησιμοποίησε τα ίδια «όπλα» πολιτικής στρατηγικής που είχε διδαχθεί στο παρελθόν από τους ίδιους τους Βυζαντινούς. Έτσι με την μέθοδο της αναβλητικότητας κατόρθωσε να αποδυναμώσει και τις δύο μεριές, το μεν Βυζάντιο οικονομικά, τους δε σταυροφόρους ηθικά.  Η σύγκρουση πλέον ήταν αναπόφευκτη.
   Στη συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ των επιτιθέμενων λίγο πριν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και ολόκληρης της ρωμανικής αυτοκρατορίας, είναι φανερό πως η Βενετία έχει το πάνω χέρι και ότι πλέον η σταυροφορία ενεργεί πρωτίστως για τα συμφέροντα των Βενετών και όχι για κάποιο ευγενικό σκοπό ή ιερό αγώνα. Μετά την κατάκτηση και τον οριστικό διαμελισμό των εδαφών της αυτοκρατορίας οι Βενετοί είναι οι θριαμβευτές, καθώς γίνονται οι απόλυτοι κυρίαρχοι της μεσογείου και των εμπορικών δρόμων της πάλαι ποτέ βυζαντινής αυτοκρατορίας.
   Μετά το τέλος όλης αυτής της ιστορίας ο Ερρίκος Δάνδολος ήταν σχεδόν ενενήντα ετών. Το 1205 απεβίωσε αλλά κατόρθωσε προηγουμένως να πάρει εκδίκηση για τα πάθη που είχε υποστεί ο ίδιος και οι συμπολίτες του κατά το παρελθόν από τους Βυζαντινούς. Ως αναγνώριση της προσφοράς του προς την χριστιανοσύνη η παπική εκκλησία ήρε τον προηγούμενο αφορισμό του για τα γεγονότα που συνέβησαν στη Ζάρα. Η κατάκτηση και τα υπέρογκα λάφυρα από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, ήταν αρκετά για να του συγχωρεθεί η αμαρτία της επίθεσης σε ομόθρησκους και η μεταβολή ενός θρησκευτικού πολέμου σε πολιτική και στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ του δυτικού και ανατολικού χριστιανικού κόσμου, που οδήγησε τελικώς στην καταστροφή της μεγαλύτερης πόλης της χριστιανοσύνης.

Ιωάννης Κατής
Φεβρουάριος 2014

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ροβέρτος του Κλαρύ, Η κατάκτηση της Κων/πολης,εκδ. Χατζηνικόλη, Αθήνα
Harris J., Το Βυζάντιο και οι Σταυροφορίες, μετάφρ. Λ. Καρατζάς, Ωκεανίδα, Αθήνα 2004.
Νicol M.D. Βυζάντιο και Βενετία, μετάφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 20102.
Phillips J., Η τέταρτη σταυροφορία και η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, μετάφρ. Λ. Καρατζάς, Ωκεανίδα, Αθήνα 2005   

ΞΕΝΟΓΛΩΣΗ

Ηarris J. The debate on fourth crusade, History Compass, Volume 2, Issue 1 (2004




[1] Τον Μάρτη του 1171, ύστερα από τις ταραχές που είχαν προκληθεί τον προηγούμενο χρόνο μεταξύ Βενετών από τη μία και Γενουατών και Πισάτων από την άλλη, εξαιτίας των ίσων προνομίων που είχε παραχωρήσει ο αυτοκράτωρ Μανουήλ στους δεύτερους, όλοι οι Βενετοί της Κων/πολης, που είχαν επιστρέψει στην Πόλη κατόπιν πρόσκλησης του αυτοκράτορα, συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν. Στις επαρχίες επίσης όλοι οι Βένετοι κάτοικοι και έμποροι συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν και κατασχέθηκαν οι περιουσίες τους. Νicol D, Bυζάντιο και Βενετία, Aθήνα, εκδ. Παπαδήμα, 2010,σσ 134-135.
[2] Νicol D, Bυζάντιο και Βενετία, Aθήνα, εκδ. Παπαδήμα, 2010,σ.153
[3] Στο ίδιο, σ.163
[4] Τον Οκτώβριο του 1188 Ο Σαλαντίν της Αιγύπτου είχε εισέλθει στα Ιεροσόλυμα, νικώντας τις δυνάμεις του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Τα γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα έφτασαν από την θάλασσα και δεν κατόρθωσαν να ανακτήσουν την πόλη. Ο Μπαρμπαρόσα όμως επέλεξε να πορευτεί ανατολικά δια ξηράς, εξαναγκάζοντας τον Ισαάκιο να του παράσχει πλοία, συνοδευτικές δυνάμεις και προμήθειες για το πέρασμα του στη Μ.Ασία προς την Ιερουσαλήμ. Ο Ισάακιος, που δεν επιθυμούσε να δει καθόλου τον Γερμανό αυτοκράτορα στην Κων/πολη, συμφώνησε με τον Σαλαντίν να καθυστερήσουν την επέλαση της σταυροφορίας. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε ως κατάφορη απόδειξη προδοσίας, από τον Μπαρμπαρόσα και ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και ενδυνάμωσε την υποψία των δυτικών, ότι η σταυροφορία δεν θα ευδοκιμούσε ποτέ, όσο οι Βυζαντινοί στέκονταν εμπόδιο. Μάλιστα ο ίδιος ο Μπαρμπαρόσα αντιπρότεινε μια άλλου είδους σταυροφορία προς την Κων/πολη, της οποίας ο λαός ήταν άπιστος προς τον Θεό. Ο θάνατος του ίδιου το 1190 κατά τη διάρκεια της Γ΄ σταυροφορίας, αλλά και του υιού του Ερρίκου ΣΤ’ τον Σεπτέμβρη του 1197, καθώς και η άρνηση του πάπα Σελεστίνου να ευλογήσει τότε την στροφή της σταυροφορίας στην Κων/πολη, ήταν αυτά που σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη έσωσαν το Βυζάντιο τη δεδομένη στιγμή. Νicol D,ό.π., σ.159
[5] Ροβέρτος του Κλαρύ, Η κατάκτηση της Κων/πολης,εκδ. Χατζηνικόλη, Αθήνα, 1990,σ.32
[6] Χαρρις Τζ., Το βυζάντιο και οι Σταυροφορίες, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2004, σ.316
[7] Νicol D., ό.π., σ.171
[8] Στο ίδιο, σ.171
[9] Ηarris J. The debate on fourth crusade, History Compass, Volume 2, Issue 1 (2004)
[10] Ο μικρότερος αδελφός του Βονιφάτιου Ρενιέ, ήταν παντρεμένος με την κόρη του Μανουήλ Α’, έφερε τον τίτλο του καίσαρα και ένα φέουδο στη Θεσσαλονίκη. Ο Ρενιέ και η σύζυγος του έπεσαν θύματα στις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ανδρόνικος Κομνηνός. Ο άλλος του αδερφός ο Κορραδος, είχε παντρευτεί την αδελφή του Ισαάκιου Β΄ και είχε σώσει τον κουνιάδο του από την απόπειρα πραξικοπήματος του Αλέξιου Βρανά. Ωστόσο εξαιτίας του αντιλατινικού κλίματος της Πόλης, θεώρησε πως δεν αναγνωρίστηκε η αξία του και γι’ αυτό διέφυγε στην Παλαιστίνη, όπου έσωσε την Τύρο από τον Σαλαντίν και κατόρθωσε να εκλεγεί βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Ωστόσο δολοφονήθηκε πριν τη στέψη του στις 28 Απριλίου 1192. Ο Βονιφάτιος λοιπόν καθώς φαίνεται, είχε λόγους να αντιπαθεί τους Βυζαντινούς, αλλά πιθανότατα να είχε και βλέψεις να διεκδικήσει την περιουσία του αδελφού του στη Θεσσαλονίκη. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι μετά την Δ΄σταυροφορία, ο Βονιφάτιος ορίστηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, η γνώμη των σύγχρονων ιστορικών συμπίπτει με αυτή της παπικής κουρίας στην αρχή του 13ου αιώνα, ότι ο Βονιφάτιος υποστήριξε την παρέκκλιση της σταυροφορίας για να αποκομίσει οφέλη από την κληρονομιά της οικογένειας του στην βυζαντινή αυτοκρατορία. Ωστόσο σε μια επιστολή του προς τον Ιννοκέντιο Γ΄τον Αύγουστο του 1203, ο Βονιφάτιος δικαιολογεί την απόφαση να κατευθυνθούν στην Κων/πολη, ως ένα τρόπο χρηματοδότησης της σταυροφορίας και εξασφάλισης των αναγκαίων μέσων. Χάρις Τζ.,ό.π. σσ 317-319 και Νicol D, ό.π., σ.173

[11] Χάρρις Τζ., ό.π. σ.321 και Nicol D., ό.π. σ.175



[12] Χάρρις Τζ. ό.π.,σ 322
[13] Nicol D., ό.π. σ. 177
[14] Στο ίδιο σ. 178 και Χάρρις Τζ. ό.π. σ323
[15] Σημερινό Uskundar
[16] Nicol D., ό.π. σ.180
[17] Harris J., ό.π. σ.330
[18] Νicol D.ό.π. σ184
[19] Στο ίδιο σ.185 και Χάρρις Τζ.,ό.π. σ.333
[20] Nicol D.,ό.π. σ.σ. 186-187
[21] Στο ίδιο σ.188
[22] Στο ίδιο σ.188
[23] Χάρρις Τζ ό.π. σ.338
[24] Στο ίδιο σ.339
[25] Μόνο τον τίτλο του νησιού. Η Κρήτη έπρεπε πρώτα να κατακτηθεί όπως και η υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία.

No comments:

Post a Comment