Wednesday, May 20, 2015

Η Κοινωνικοπολιτική εμπειρία της Ελλάδας από τη μεταπολίτευση και ύστερα. Τα αίτια της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης.


Του Ιωάννη Κατή



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή

1. Η δημοκρατία στα χρόνια της μεταπολίτευσης

2. Πολιτική κουλτούρα και κοινωνία πολιτών στη σύγχρονη Ελλάδα

3. «Ξέγνοιαστοι καβαλάρηδες στη χώρα των θαυμάτων  ή απλώς τζαμπατζήδες της Ε.Ε» ;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Υποσημειώσεις -  Παραπομπές






Eισαγωγή

   Τα τελευταία πέντε χρόνια, από τη στιγμή που η Ελλάδα υπέγραψε τον Μάιο του 2010 το πρώτο μνημόνιο, η ελληνική κοινωνία ταλανίζεται από μια πρωτοφανή για τα χρονικά δεδομένα οικονομική κρίση με πολλούς από τους συμπολίτες μας να μην μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τα πλέον βασικά μέσα για την επιβίωση τους. Μαζικές απολύσεις, καλπάζουσα ανεργία, φτώχεια, αθρόα μετανάστευση νέων και μορφωμένων κυρίως ανθρώπων στο εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, κατασχέσεις και μια γενικότερη ανασφάλεια συνθέτουν την εικόνα μια ζοφερής πραγματικότητας, με αποτέλεσμα πολλοί μέχρι πρότινος αξιοπρεπείς και έντιμοι πολίτες να προβαίνουν σε πολλές των περιπτώσεων ακόμα και στο απονενοημένο διάβημα.
   Η οικονομική κρίση ανέδειξε πολλές από τις παθογένειες του ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού βίου, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας για μια βαθύτερη κοινωνική και πολιτική κρίση που βιώνει σήμερα η χώρα. Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα αίτια αυτής της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης ξεκινώντας από τη μεταπολίτευση και φτάνοντας ως  σήμερα, όπου η χώρα, με αριστερή κυβέρνηση για πρώτη φορά, αντιμετωπίζει κατάφορα το ενδεχόμενο μιας ακόμη οικονομικής αλλά κυρίως ηθικής χρεωκοπίας.


1. Η δημοκρατία στα χρόνια της μεταπολίτευσης

   Το καθεστώς της 21ης  Απριλίου δεν ανετράπη ποτέ από κάποιο λαϊκό κίνημα ή γενικό ξεσηκωμό, αντιθέτως παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς το 1974 και η χώρα μπήκε δειλά σε μια μεταβατική περίοδο από την δικτατορία στην αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Το γεγονός αυτό, η ομαλή παράδοση της εξουσίας, σίγουρα έχει τη δική του σημασία και ενδεχομένως να μπορεί να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους, ωστόσο το μόνο σίγουρο είναι πως η μετάβαση προς τη δημοκρατία θα ήταν ασφαλώς διαφορετική αν οι δικτάτορες είχαν ανατραπεί από έναν λαϊκό ξεσηκωμό.[1] Ίσως μια μαζική λαϊκή εξέγερση να είχε θέσει τους όρους για ένα δημοκρατικό πολίτευμα εγκαθιδρυμένο στη βάση ενός κοινωνικού συμβολαίου που δεν συνυπογράφηκε ποτέ, ούτε άτυπα, μεταξύ του λαού και των κομμάτων εξουσίας.
   Η μετάβαση και η ακόλουθη θεσμοποίηση ενός ανοιχτού δημοκρατικού πολιτεύματος αποτέλεσε έργο ενός ανθρώπου του Κων/νου Καραμανλή (και δευτερευόντως του κόμματος που ίδρυσε με την ονομασία Νέα Δημοκρατία [ΝΔ]) και επετεύχθη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ομολογουμένως με επιτυχία δεδομένων των συνθηκών. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε δεν είχε καμία σχέση με εκείνη της μετεμφυλιακής περιόδου και αποτελεί την πιο ανοιχτή και πληρέστερη δημοκρατία που είχε ποτέ η Ελλάδα στη νεώτερη ιστορία της.[2]
   Με σαφή τη λαϊκή ετυμηγορία για απομάκρυνση της μοναρχίας ύστερα από το δημοψήφισμα που οργάνωσε ο Καραμανλής, διαμορφώθηκε τελικά το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο στρατός περιορίστηκε στα στρατιωτικά του καθήκοντα, ενώ το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε και ο κομμουνισμός έπαψε να θεωρείται μια επικίνδυνη ιδεολογία για το έθνος όχι όμως και για τη νεότευκτη δημοκρατία. Αν και προεδρευόμενη, στην ουσία το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα είναι μια «πρωθυπουργική» δημοκρατία, εφόσον οι σημαντικότερες εξουσίες ασκούνται από τον πρωθυπουργό, κάτι που θεσμοθετήθηκε και τυπικά με την αναθεώρηση του συντάγματος το 1986 από το ΠΑΣΟΚ.
   Παρά το γεγονός ωστόσο ότι η μεταπολιτευτική δημοκρατία αποτελεί ένα σαφώς πιο δημοκρατικό, ελεύθερο και ανταγωνιστικό καθεστώς σε σχέση με την αστυνομευόμενη «καχεκτική» δημοκρατία της προδικτατορικής περιόδου, με κατοχυρωμένα και προστατευμένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και πλήρη εξάλειψη των μεθόδων πολιτικού αποκλεισμού, εν τούτοις είναι πιο συγκεντρωτική και ολιγαρχική στην κορυφή της.  Τα κόμματα εξουσίας δεν κατάφεραν να αποτελέσουν απρόσωπους, γραφειοκρατικά οργανωμένους πολιτικούς οργανισμούς, ούτε και να αποκοπούν από τον παλαιοκομματικό λαϊκισμό που χαρακτηρίζει τη σχέση των ηγετών των κομμάτων με τους ψηφοφόρους τους και την κομματικά κατευθυνόμενη γραφειοκρατική πατρωνία, την κατάσταση δηλαδή στην οποία ο κομματικός μηχανισμός αποτελεί τον βασικό πάτρωνα που διανέμει τα παρελκόμενα και τις εύνοιες της εξουσίας εν είδη προνομίων στους οπαδούς του κόμματος, ελέγχοντας παράλληλα και τους διορισμούς στο δημόσιο μέσα από ένα μηχανισμό πελατειακών σχέσεων.  Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την απουσία ισχυρής και αυτόνομης κοινωνίας πολιτών και την συνεπαγόμενη ένδεια σε κοινωνικό κεφάλαιο, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός υπερτροφικού, διογκωμένου, δυσκίνητου, αναξιόπιστου και αναποτελεσματικού κράτους που συχνά παρομοιάζεται ως «γίγαντας με πήλινα πόδια», έρμαιο στα χέρια των εκάστοτε κυβερνώντων, εφόσον απουσιάζουν εντελώς τα αυτόνομα και ισχυρά «ενδιάμεσα στρώματα» (corpus intermediaires) μεταξύ των πολιτικών ελίτ και του λαού.[3]
   Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία με στοιχεία αυταρχισμού τόσο εκ των άνω (με τους πολιτικούς να χειραγωγούν τις μάζες) όσο και εκ των κάτω (με τις πολιτικές ελίτ να μη μπορούν να αντισταθούν στις λαϊκίστικες πιέσεις. Στην ουσία πρόκειται για ένα φιλελεύθερο μη δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, όπου τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα θυσιάζονται συστηματικά και συντεχνιακά στο βωμό της άκρατης ψηφοθηρίας, μέσω της οποίας το κομματικό σύστημα από μέσο δημοκρατικής αντιπροσώπευσης έχει μετατραπεί, πάντοτε με τις ευλογίες αλλά και την συνυπευθυνότητα των αρχόντων και των αρχόμενων, σε αυτοσκοπό, όπου η λογική των κομματικών μαγαζιών υπερισχύει κάθε άλλης λογικής, συνθέτοντας έτσι μια ιδιόμορφη πολιτική κουλτούρα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οποίας θα δούμε στη συνέχεια.

2. Πολιτική κουλτούρα και κοινωνία πολιτών στη σύγχρονη Ελλάδα

   Η σημερινή ελληνική κοινωνία διαφέρει σημαντικά από εκείνη των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Ο «κοινωνικός ιδεαλισμός» μέσα από μια πορεία εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος ως συνέπεια της καπιταλιστικής οργάνωσης και της γραφειοκρατικοποίησης των κοινωνιών, μια διαδικασία που ο Βέμπερ αποκαλεί «απομάγευση του κόσμου» (die Entzauberung der welt), αντικαταστάθηκε προοδευτικά από έναν «ατομικιστικό ρεαλισμό» που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του αμοραλισμού.[4] Με την διαφθορά να κυριαρχεί στον δημόσιο και πολιτικό βίο το εκλογικό σώμα παρουσιάζει μια έντονη τάση πολιτικής αποξένωσης μη έχοντας εμπιστοσύνη τόσο στα κόμματα όσο και στο ίδιο το πολίτευμα.
   Εκτός από την γενικότερη απογοήτευση των πολιτών για τα πολιτικά κόμματα, δύο κυρίαρχες αλλά εκ διαμέτρου διαφορετικές και ανταγωνιστικές πολιτισμικές παραδόσεις, σύμφωνα με τον Διαμαντούρο, είναι αυτές που συνθέτουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα. Η πιο παλιά και «παρωχημένη», έχει τις ρίζες της στην Οθωμανική κυριαρχία και είναι σαφώς επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την κοσμοθεώρηση της ορθόδοξης εκκλησίας. Χαρακτηρίζεται από έντονο κρατικιστικό προσανατολισμό με συνειδητή προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό έναντι της κοινωνίας πολιτών. Προσκολλημένη σε προκαπιταλιστικές πρακτικές και αντιλήψεις, αντιτίθεται με έναν λανθάνοντα αυταρχισμό, προϊόν πολιτισμικής κληρονομιάς από το «σουλτανιστικό»  καθεστώς όπως πολύ εύστοχα είχε ονομάσει ο  Βέμπερ, σε κάθε τι το ξένο και το καινούριο. Πρόκειται για μια κουλτούρα με αμυντικό, προστατευτικό και εν πολλοίς ακατέργαστο όραμα για την κοινωνία στην οποία πρόσκειται η πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.[5]
   Στον αντίποδα, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα , υπάρχει η λεγόμενη «μεταρρυθμιστική παράδοση» που αντλεί τις πνευματικές και πολιτικές της ρίζες από τον Διαφωτισμό. Περισσότερο κοσμική και εξωστρεφής στον προσανατολισμό της αντλεί την έμπνευση της από τα βιομηχανικά ανεπτυγμένα έθνη της δύσης και προσβλέπει σε αυτά για αρωγή προς επίτευξη των στόχων της. Ευνοεί την καπιταλιστική οργάνωση της αγοράς και την ανταγωνιστικότητα, είναι πιο δεκτική στις καινοτομίες και δεν διστάζει να διαρρήξει τους δεσμούς με το παρελθόν και γι’ αυτό τον λόγο έχει ταυτιστεί ως φορέας μεταρρυθμίσεων στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται για μια μεταρρυθμιστική κουλτούρα που το όραμα της για την κοινωνία διαμορφώθηκε από τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις της ελληνικής αστικής διασποράς και των εγχώριων συμμάχων της και ως εκ τούτου εμφανίζεται περισσότερο προσανατολισμένη προς το εξωτερικό, ενώ διατίθεται ευνοϊκά προς τη δημιουργία και εξάπλωση των διεθνών δεσμών της Ελλάδας και προωθεί την αφομοίωση της  στο διεθνές σύστημα και στην παγκοσμιοποίηση.[6]
   Οι δύο αυτές κυρίαρχες πολιτισμικές παραδόσεις συνθέτουν ως επί το πλείστον την εικόνα της πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως δεν κάνουν την εμφάνιση τους νέες πολιτικές τάσεις που δεν ανάγονται σε καμία από αυτές.[7] Αυτές οι αντιμαχόμενες παραδόσεις που άλλοτε κυριαρχεί η μία πάνω στη άλλη και άλλοτε συνυπάρχουν σε διαφορετικές όψεις του κοινωνικού αλλά και ατομικού βίου, συνιστούν τη σοβαρότητα του προβλήματος της έλλειψης θεμελιωδών συμβολαιακών αρχών κοινωνικής οργάνωσης και την συνεπαγόμενη εσωτερίκευση ενός γενικού κανόνα, ο οποίος ζητά από το άτομο να υπακούει πρόθυμα στο νόμο και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του[8]. Ένα τέτοιο συμφωνημένο κανονιστικό πλαίσιο εξασφαλίζει την ανάπτυξη πρακτικών ορθολογικοτήτων, θεμελιωμένων στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη και στην υπευθυνότητα του ατόμου, ενώ η έλλειψη του σχετίζεται άμεσα με τα φαινόμενα διαφθοράς όπως θα δούμε στη συνέχεια.



3. «Ξέγνοιαστοι καβαλάρηδες στη χώρα των θαυμάτων  ή απλώς τζαμπατζήδες της Ε.Ε» ;

   Η έλλειψη ενός κοινωνικού συμβολαίου συνεπάγεται τη θεμελίωση της πολυπόθητης συναίνεσης σε εξωθεσμικές πρακτικές, γεγονός που καθιστά τη σχέση ατομικού-συλλογικού αιωνίως προβληματική, ιδιαιτέρως σε ένα κράτος όπως το ελληνικό, όπου η μόνη μορφή συλλογικότητας που λειτουργεί αποτελεσματικά και αδιατάρακτα από την ίδρυση του ως σήμερα, είναι ο θεσμός της οικογένειας, ο οποίος καταφέρνει να γεφυρώσει τα κενά που δημιουργεί η άλλοτε ανεπαρκής και άλλοτε ανύπαρκτη κρατική πολιτική.[9] Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που στην ελληνική κοινωνία έχουν επικρατήσει τα στερεότυπα ενός «άναρχου ατομικισμού» όπως είδαμε παραπάνω, όπου η ελευθερία γίνεται συνώνυμη της πλήρους ανευθυνότητας προς τους νόμους και το κοινωνικό σύνολο.
   Αυτές οι «free rider»[10] συμπεριφορές αποτελούν τη νόρμα στη σύγχρονη Ελλάδα με αποτέλεσμα η επικρατούσα πρακτική να παραμένει ενστικτωδώς εγωιστική, αρνούμενη κάθε συλλογική υπευθυνότητα ακόμα και μέσα σε συλλογικές δράσεις όπου οι δρώντες φαίνονται να μεγεθύνουν απλώς το εγώ τους αντί να το υπερβαίνουν.[11] Πράγματι χωρίς ένα ισχυρό και πανεποπτικό κανονιστικό πλαίσιο η ενεργοποίηση της εαυτό-κεντρικής εργαλειακής ορθολογικότητας του ατόμου σε ένα μαζικό και αποπροσωποιημένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων τείνει να προσλάβει άκρως εγωκεντρικές free rider μορφές. Όταν οι κανόνες, αλλά και οι κυρώσεις που συνεπάγονται τη μη τήρηση των κανόνων, είναι γενικοί και αφηρημένοι και όχι άμεσοι και προσωποποιημένοι, τότε η συμπεριφορά τείνει να καθορίζεται κυρίως στο βαθύτερο επίπεδο του υπερεγώ. Αυτό άλλωστε εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το εντονότατο φαινόμενο που υπάρχει στην Ελλάδα και στους Έλληνες της διασποράς, όπου παρατηρείται μεγάλη επιτυχία σε προσωπικό-ατομικό επίπεδο, αλλά μεγάλη «μωρία» στο συλλογικό.[12]
    Yπό αυτή την έννοια η ορθολογική οικονομική συμπεριφορά μιας κοινωνίας αποτελεί έναν επιμέρους παράγοντα, ενδεχομένως και δείκτη, για το πόσο νεωτερική είναι αυτή, και προϋποθέτει τη συμμόρφωση προς συγκεκριμένους και συμπεφωνημένους κανόνες. Παράλληλα όμως απαιτείται και ο αυστηρός διαχωρισμός της οικονομίας από την πολιτική εξουσία και η φετιχοποίηση της συμβολαιακής θεμελίωσης όλων των οικονομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ατόμου. Η εντιμότητα, η χρηστότητα, το εργασιακό ήθος και η πειθαρχία, η εξειδικευμένη αρμοδιότητα  και η οργανωτική ορθολογικότητα αποτελούν έννοιες που αντικατοπτρίζουν αυτή τη φετιχοποίηση της ορθολογικότητας στο κανονιστικό επίπεδο. Η εργαλειακή ορθολογικότητα στη σφαίρα της οικονομίας δεν αποτελεί επ’ ουδενί συνώνυμο της «άγριας» και γενικευμένης «free ridership» ατομικής μεγιστοποίησης καθώς, σύμφωνα και με τον Σ.Φρόιντ, η μεγιστοποίηση στο πεδίο της οικονομίας δεν είναι παρά μια συμπιεσμένη μεγιστοποίηση μέσα στα πλαίσια και τους κανόνες του «πολιτισμένου» φιλελεύθερου καπιταλισμού.[13]
   Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας αν και οι πρώιμες θεσμικές μεταρρυθμίσεις εισήγαγαν τυπικά σύγχρονες φιλελεύθερες δομές, ο πρακτικός Λόγος  παραμένει ωστόσο σε μεγάλο βαθμό ριζωμένος σε παραδοσιακές μορφές. Το νεώτερο ελληνικό κράτος ουδέποτε διαχωρίστηκε πλήρως από την κοινωνία με τον τρόπο που αυτό πραγματοποιήθηκε στη Δύση, με αποτέλεσμα η επινομή των αξιών να μη βασίζεται σε ορθολογικούς αγοραίους κανόνες, αλλά να προσλαμβάνει τη μορφή απονομής προνομίων εκ των άνω διαμέσου ενός εκτεταμένου δικτύου πελατειακών σχέσεων, στο κέντρο του οποίου βρίσκονται παλαιότερες και νεώτερες, αλλά πάντοτε ισχυρές, μορφές οικογενειακής και συγγενικής αλληλεγγύης.[14]  
   Ταυτόχρονα στην Ελλάδα η επιβίωση παλαιών μορφών αλληλεγγύης, εμπρόσωπης αμοιβαιότητας και καθήκοντος παρέμειναν περισσότερο δεσμευτικές από τις συμβατικές υποχρεώσεις που προέκυπταν από τους κανονιστικούς κώδικες με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ «σφαιρών» και οι τελευταίοι να προσλαμβάνουν απλώς ονομαστική ισχύ.[15] Θα μπορούσαμε να πούμε συνοπτικά πως οι κανονιστικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των οικονομικών, των πολιτικών και των ιδιωτικών κωδίκων συμπεριφοράς, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στη Δύση, στην Ελλάδα ουδέποτε θεσπίστηκαν με σταθερό και πάγιο τρόπο αναπαράγοντας έτσι τη διαφθορά και την αναξιοκρατία στον δημόσιο βίο.
   Αν έννοιες όπως κοινωνία των πολιτών, ιδιωτικότητα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα έχουν μικρό ως και ανύπαρκτο νόημα, ιδέες όπως η εντιμότητα, η ευθύνη η πειθαρχία, η χρηστότητα σχεδόν στερούνται του δεσμευτικού τους χαρακτήρα τον οποίο έχουν προσλάβει στη Δύση. Συνεπώς παρά τις όποιες προσπάθειες για θεσμικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό η Ελλάδα ουδέποτε έγινε ουσιαστικά μια σύγχρονη χώρα. Ακόμα και όταν υποχώρησαν σε κάποιο βαθμό οι παραδοσιακές κοινωνικό-οικονομικές μορφές οργάνωσης μπροστά στη βαθμιαία κυριαρχία των  αποπροσωποποιημένων κοινωνικών σχέσεων του καπιταλισμού, οι κανονιστικές δεσμεύσεις στο πεδίο των συμπεριφορών ήταν πολύ δυσκολότερο να εισαχθούν και να επιβληθούν, ακριβώς επειδή η μακρά ιδεολογική διαδικασία που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο δεν έλαβε ποτέ χώρα.[16]
   Στην Ελλάδα οι νόμοι και οι κανόνες υπάρχουν για να παρακάμπτονται αντί να αποτελούν τον ουσιώδη θεματοφύλακα της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας του πολίτη. Αντιθέτως υποτιμώνται και απαξιώνονται σε μεγάλο βαθμό από σημαντικό μέρος της κοινωνίας με το να λογίζονται απλώς ως επιπρόσθετες, συγκεκριμένες, αντικειμενικές και υλικές «δυσκολίες», τις οποίες ο καθένας οφείλει να αντιμετωπίσει και να τις υπερβεί με σκοπό την άντληση όσο τον δυνατόν μεγαλύτερου προσωπικού οφέλους. Πράγματι οι Έλληνες θεωρούνται γνήσιοι και αυθεντικοί Έλληνες όταν πετυχαίνουν με την πανουργία τους εις βάρος των άλλων, όταν καταφέρνουν να απειθαρχούν σε συλλογικούς ή κοινωνικούς ορθολογικούς σκοπούς και να διαφεύγουν από την τσιμπίδα του  νόμου. [17]
   Συμπεριφορές τέτοιου είδους σε οποιαδήποτε εύτακτη κοινωνία με σοβαρή συντεταγμένη πολιτεία θα αποτελούσαν προφανείς παραβάσεις της βασικής κοινωνικής σύμβασης εφόσον παραβιάζουν κατάφορα όχι μόνο την ισότητα απέναντι στο νόμο αλλά και την ιδέα των συμβατικά οριζόμενων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του πολίτη. Όποιος δεν μπορεί να αποδεχτεί την αναγκαιότητα της συμμόρφωσης με σκοπό την οικοδόμηση μια εξορθολογισμένης και εκλογικευμένης  κοινωνίας στο σύνολο της, χαρακτηρίζεται αυτομάτως στον δυτικό κόσμο ως «τζαμπατζής», απομονώνεται και απαξιώνεται ηθικά καθώς δεν θεωρείται άξιος να του αναγνωρίζονται τα ίσα πολιτικά του δικαιώματα.[18] Αντιθέτως στην Ελλάδα οι «free rider» συμπεριφορές που περιγράψαμε γίνονται αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης καθώς προσιδιάζουν τα χαρακτηριστικά του «ξέγνοιαστου καβαλάρη», του «μοναχικού καουμπόι» που περιπλανιέται ελεύθερος και ανεξάρτητος στη «χώρα των θαυμάτων», ενώ δύναται να λειτουργεί αυτόνομα και να γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τυπικούς αλλά και άγραφους νόμους και κανόνες.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

      Είδαμε πως το πέρασμα από τη δικτατορία στη μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν σηματοδοτήθηκε από κάποιο λαϊκό κίνημα ή εξέγερση και ως εκ τούτου δεν έφερε τις «υπογραφές» ενός άτυπου κοινωνικού συμβολαίου από τις δύο μεριές των εξουσιαστών και των εξουσιαζόμενων. Αντ’ αυτού η μετάβαση στη δημοκρατία πραγματοποιήθηκε πρωτίστως από χαρισματικές προσωπικότητες και δευτερευόντως από τα κόμματα που δημιούργησαν. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η δημιουργία μιας ανοικτής στη βάση της δημοκρατίας, συγκεντρωτικής και προσωποκεντρικής δε στην κορυφή της. Ως εκ τούτου κατάφεραν να επιβιώσουν στη νεότευκτη δημοκρατία παλαιοκομματικά χαρακτηριστικά όπως ο λαϊκισμός και η κομματική γραφειοκρατική πατρωνία που σε συνδυασμό με το περιορισμένο κοινωνικό κεφάλαιο και την σχεδόν ανύπαρκτη κοινωνία πολιτών  βοηθούν στην δημιουργία και αναπαραγωγή παραβατικών συμπεριφορών και την εμφάνιση συμπτωμάτων διαφθοράς στη δημόσια σφαίρα.
   Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κληροδοτήματα από την οθωμανική κατάκτηση και το «σουλτανιστικό» καθεστώς τα οποία έχουν περάσει σε μεγάλο βαθμό στη μια εκ των δύο κυρίαρχων πολιτισμικών παραδόσεων, που είναι βαθύτατα εμποτισμένη από το ορθόδοξο θρησκευτικό συναίσθημα. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι ό έντονος κρατικισμός με έφεση στον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό,  η αντίδραση στον καπιταλισμό και η αυταρχική αντίσταση σε κάθε τι το ξένο και το καινούριο, που αντιμετωπίζεται ως απειλή για την σταθερότητα και την κοινωνική ευταξία. Στον αντίποδα βρίσκεται η μεταρρυθμιστική παράδοση, η οποία εμπνεόμενη από τα πνευματικά και πολιτικά προτάγματα του Διαφωτισμού, είναι περισσότερο εξωστρεφής και προσανατολισμένη στη Δύση και απολύτως δεκτική σε καινοτομίες και μεταρρυθμίσεις.  Μεταξύ των δύο αυτών αντιμαχόμενων παραδόσεων δεν επήλθε ποτέ με κάποιο άτυπο συμβολαιακό τρόπο η κοινωνική συναίνεση και ως εκ τούτου παρά τις προσπάθειες σε θεσμικό επίπεδο δεν έγινε εφικτό να πραγματοποιηθεί ο εξορθολογισμός της ελληνικής κοινωνίας και να ολοκληρωθεί η μετάβαση στον εκσυγχρονισμό και τη νεωτερικότητα.
   Αντ’ αυτού καλλιεργήθηκε ένας άναρχος ατομικισμός με «free rider» συμπεριφορές που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του αμοραλισμού. Η σχέση ατομικού-συλλογικού κατέστη μονίμως προβληματική με το ατομικό όφελος να ιεραρχείται τις περισσότερες φορές υψηλότερα του συλλογικού. Λέξεις όπως η εντιμότητα, η χρηστότητα, το εργασιακό ήθος και η πειθαρχία, η εξειδικευμένη αρμοδιότητα  και η οργανωτική ορθολογικότητα παρέμειναν κενές νοήματος στην ελληνική κοινωνία, εφόσον δεν απέκτησαν ποτέ τον δεσμευτικό χαρακτήρα που προσέλαβαν στη Δύση. Αντιθέτως λέξεις όπως πανουργία, απειθαρχία, κουτσαβακισμός, κρατολαγνεία και κρατοφοβία, που αποτελούν αντεστραμμένες όψεις του ίδιου νομίσματος, απάτη και φοροδιαφυγή, αποτελούν έννοιες γνώριμες για τον μέσο Έλληνα, εκδηλώνονται συνεχώς και απροκάλυπτα χωρίς να συνεπάγονται την ηθική και πολιτική απαξίωση.
   Το κανονιστικό νομικό πλαίσιο από την άλλη δεν κατόρθωσε να εκσυγχρονιστεί να γίνει άμεσο και προσωποποιημένο αλλά παρέμεινε αίολο και αφηρημένο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί νόμοι να μην έχουν ουσιαστική ισχύ και το κράτος να μην αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα, αλλά σαν άλλο ένα σημαντικό πεδίο αποκομιδής προσόδων και κερδών για το ατομικό και κορπορατιστικό «λαμβάνειν», χωρίς την υποχρέωση ανταπόδοσης ούτε την στοιχειώδη νομιμοφροσύνη.
   Αυτά είναι κατά τη γνώμη μας τα κυριότερα αίτια της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που βιώνει σήμερα η χώρα. Ωστόσο θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ, ότι για την παρούσα οικονομική κρίση όλα τα παραπάνω αποτελούν μόνο τη μια πλευρά του προβλήματος, ιδωμένα από τη σκοπιά της κοινωνιολογικής προσέγγισης στην ελληνική κοινωνία. Η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι μια άλλη συζήτηση, καθώς αποτελεί ένα πολύ μεγαλύτερο και πιο σύνθετο πρόβλημα. που περιλαμβάνει οικονομικές και πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνάνε τα όποια εθνικά σύνορα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αλεξάκης Μ., Καθένας για τον εαυτό του και όλοι εναντίον όλων: Θέσμιση του δημόσιου χώρου, πολιτική κουλτούρα και κοινωνικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, στο Κονιόρδος Σ. (επιμ.), Ανθολόγιο. Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Παναγοπούλου Ρ., «Ορθολογικές» ατομοκεντρικές πρακτικές στα πλαίσια ενός «ανορθολογικού πολιτικού συστήματος» στο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας, επιμ. Κονιόρδος Σ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Τσουκαλάς Κ., «Τζαμπατζήδες» στη χώρα των θαυμάτων: Περί Ελλήνων στην Ελλάδα, στο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας, επιμ. Κονιόρδος Σ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.




[1] Αλεξάκης Μ., Καθένας για τον εαυτό του και όλοι εναντίον όλων: Θέσμιση του δημόσιου χώρου, πολιτική κουλτούρα και κοινωνικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, στο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας, επιμ. Κονιόρδος Σ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ.105.
[2] Στο  ίδιο, σ.105
[3] Στο λιδιο, σ.109-110 και 116
[4] Στοι ίδιο, σ.111
[5] Στο ίδιο, σ.112
[6] Στο ίδιο, σ.113
[7] Δεν δύναται να παραβλέψει κανείς, ειδικά σήμερα μετά από μια πενταετή περίοδο αυστηρής οικονομικής λιτότητας, την εμφάνιση στο προσκήνιο μίας νέας τάσης της ελληνικής κοινωνίας που φαίνεται να λειτουργεί συνδετικά, καθώς συνδυάζει στοιχεία και από τις δύο κυρίαρχες κουλτούρες. Κύρια χαρακτηριστικά της αποτελούν ο απολιτικός χαρακτήρας της, το ευρωπαϊκό όραμα για την κοινωνία αλλά με διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης μέσω μιας «free ridership» ρητορικής (που είναι περισσότερο εμφανής εδώ), η κριτική στάση απέναντι στις δύο κυρίαρχες παραδόσεις (και τα κόμματα που τις εκφράζουν) και μια σθεναρή αντίσταση απέναντι σε ορισμένες, αν όχι όλες, εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης. Τελευταία, ολοένα και πληθαίνουν οι φωνές για δικαιότερη και επιεικέστερη μεταχείριση από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, ενώ η εσωτερική σταθερότητα και ευημερία επανεξετάζονται από μεγάλο μέρος της κοινωνίας με περισσότερο εθνικά και λιγότερο υπερεθνικά ή διεθνιστικά κριτήρια. Μάλιστα κάποιοι πολιτικοί συνδυασμοί όπως οι «ανεξάρτητοι Έλληνες», το «ποτάμι» η «Δημάρ» φαίνεται να αντλούν τους ψηφοφόρους τους από το συγκεκριμένο  «απολιτίκ» χώρο, αν και εκ πρώτης όψης τα κόμματα αυτά διαφέρουν ριζικά στην πολιτική τους ιδεολογία, ενώ παράλληλα σύγχρονες «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) που απαρτίζονται από επιφανείς λόγιους ανθρώπους του πνεύματος, παρέχουν το κατάλληλο ιδεολογικό υπόβαθρο.
[8] Τσουκαλάς Κ., «Τζαμπατζήδες» στη χώρα των θαυμάτων: Περί Ελλήνων στην Ελλάδα, στο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας, επιμ. Κονιόρδος Σ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ.220
[9] Στο ίδιο, σ.116 και Παναγοπούλου Ρ., «Ορθολογικές» ατομοκεντρικές πρακτικές στα πλαίσια ενός «ανορθολογικού πολιτικού συστήματος» στο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας, επιμ. Κονιόρδος Σ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 259
[10] Η φράση αποδίδεται στην ελληνική ως «τζαμπατζής» αλλά εμπεριέχει σαφώς και την έννοια της ατομικότητας και της ανεξαρτησίας του «ελεύθερου και ξέγνοιαστου καβαλάρη» που αψηφά νόμους και κανόνες.
[11]Αλεξάκης Μ., ό.π. , σ.116
[12] Τσουκαλάς Κ., ό.π. σ.218- 223
[13] Στο ίδιο, σ.221
[14] Όλοι έχουμε ακούσει τη γνωστή φράση «έχει μπάρμπα στη Κορώνη» που ανάγεται στην Οθωμανοκρατία και χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι σήμερα  για να δηλώσει πως κάποιος απολαμβάνει ξεχωριστά προνόμια, τυγχάνει ιδιαίτερης μεταχείρισης και έχει μια περίεργη προτεραιότητα ως προς κάποιες δημόσιες θέσεις ή παροχές.
[15] Εδώ χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ελαστικότητα του νόμου για ορισμένες μικροπαραβάσεις του κ.ο.κ. ή ακόμα και τον αντικαπνιστικό νόμο ,που αν και δεν έπαψε να ισχύει, ωστόσο δεν  εφαρμόζεται σε πλείστες των περιπτώσεων
[16] Στο ίδιο, σ. 224-225
[17] Στο ίδιο, σ.227-228
[18] Στο ίδιο, σ.220

No comments:

Post a Comment